κομποθήλυκον

κομποθήλυκον
κομποθήλυκον, τὸ (Μ)
1. κούμπωμα, θηλυκωτήρι
2. στον πληθ. τὰ κομποθήλυκα
α) δακτυλιόσχημες υποδοχές για το κουμπί ή για άλλο όργανο συνδέσεως
β) οι λινές ή βαμβακερές ταινίες, φιτίλια που τοποθετούσαν πάνω σε πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (ΙΙ) + θηλύκι «κουμπότρυπα - θηλυκωτήρας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”